βότανο

βότανο
το
το βοτάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βότανο — Ποώδες φυτό με θεραπευτικές αλλά και βλαβερές ιδιότητες. Από πολύ παλιά το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, άλλοτε για φαρμακευτικούς σκοπούς και άλλοτε για να εξοντώνουν τους εχθρούς τους, επειδή σε μεγάλες δόσεις δρούσε ως ισχυρό δηλητήριο. Οι… …   Dictionary of Greek

  • λησμο(νο)βότανο — το βοτάνι που φυτρώνει στον Άδη, το τρώνε οι νεκροί και λησμονούν την επίγεια ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… …   Dictionary of Greek

  • λησμονοβότανο — και λησμοβότανο, το βότανο που φυτρώνει στον Άδη και το οποίο, κατά τη λαϊκή αντίληψη, όταν τρώγουν οι νεκροί, λησμονούν τα επίγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λησμον (πρβλ. λησμονιά, λησμονώ) + βότανο (πρβλ. αγριο βότανο). Ο τ. λησμοβότανο <… …   Dictionary of Greek

  • βοτάνι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 68 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστίδος. * * * το (AM βοτάνιον) [βοτάνη] χόρτο νεοελλ. 1. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο 2. μαγικό βότανο 3. μύρο 4. πυρίτιδα 5. εύφλεκτο υλικό, το… …   Dictionary of Greek

  • κακοβότανο — το 1. δηλητηριώδες βότανο 2. βότανο για μάγια …   Dictionary of Greek

  • υπνοβότανο — ὑπνοβότανον, τὸ, ΝΜ βότανο που το αφέψημά του φέρνει ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + βότανο] …   Dictionary of Greek

  • ψευτοβότανο — το, Ν βότανο ή σκεύασμα που θεωρείται, χωρίς να είναι, θεραπευτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + βότανο] …   Dictionary of Greek

  • Λιβυστικάτον — Λιβυστικᾱτον, τὸ (Α) ποτό που παρασκευαζόταν από το βότανο λιβυστικόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβυστικόν, είδος βοτάνου, + κατάλ. ᾶτον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”